κούκλα

κούκλα
Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και κουκλόσπιτα με μικροσκοπικά έπιπλα. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τις κατασκεύαζαν από τερακότα, ξύλο και ελεφαντόδοντο, με κορμί από ύφασμα ή δέρμα και αρθρωτά μέλη· όπως και οι σημερινές κ., οι ρωμαϊκές pupae μπορούσαν να αλλάζουν ένδυμα. Γενικά ξύλινες και χοντροκομμένες κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, έγιναν πολύ επιτηδευμένες κατά την Αναγέννηση. Παράλληλα με τις κ.-παιχνίδι διαδόθηκαν πολύ και οι κ.-μανεκέν, στολισμένες με θαυμάσια φορέματα σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως διακοσμητικά αντικείμενα. Μεγάλη φήμη απέκτησαν από τον 15o αι. οι γερμανικές κ. της Νυρεμβέργης, οι οποίες κατά τα μέσα του 19ου αι. άρχισαν να κατασκευάζονται με κεφάλι από πεπιεσμένο χαρτί αντί από ξύλο ή από κερί. Μετά το 1860 ο Γάλλος Ζιμό άρχισε να κατασκευάζει κ. με κεφάλια από πορσελάνη. Η αρτιότητα των κ. του 19ου αι. και των ενδυμάτων τους είναι εμφανής στη συλλογή από κ. και κουκλόσπιτα που ανήκε στη βασίλισσα Βικτόρια και φιλοξενείται στον πύργο του Γουίντσορ. Η κατασκευή κ. αποτελεί πλέον ακμαία βιομηχανία και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά: σελουλόιντ, ύφασμα, μέταλλο και κυρίως πλαστικό. Τα μάτια κινούνται, τα μαλλιά συχνά πλένονται και το κορμί είναι αρθρωτό. Με μηχανισμούς, που ενίοτε είναι αρκετά σύνθετοι, μερικές κ. βηματίζουν, άλλες μιμούνται τις χειρονομίες νεογέννητων και πολλές μιλούν. Γενικά, η σύγχρονη τάση στην κατασκευή της κ. είναι η απομάκρυνση από μια καθορισμένη μορφή και η δημιουργία τύπων με ρεαλιστική έκφραση στο πρόσωπό τους. Από αριστερά: κούκλα του Λιβάνου με τοπική ενδυμασία· κούκλα της Κεντρικής Αμερικής· κροατική κούκλα με εθνική ενδυμασία· ιταλική κούκλα με ενδυμασία εμπνευσμένη από τη μόδα της εποχής· κούκλα της Ταϊλάνδης με πολύτιμα στολίδια? και κούκλα της ισημερινής Αφρικής.
* * *
η
1. παιδικό παιχνίδι που απομιμείται, έστω και άτεχνα, τη μορφή ανθρώπου ή ζώου και αποτελεί το παλαιότερο ίσως άθυρμα τού ανθρώπινου γένους
2. μτφ. πολύ ωραία και κομψή γυναίκα («κούκλα είσαι μ' αυτό το ντύσιμο»)
3. ομοίωμα ανθρώπου σε φυσικό μέγεθος που χρησιμοποιείται στις βιτρίνες καταστημάτων, σε ραφεία κ.λπ.
4. (σε ένα είδος θεάτρου) ανδρείκελο που κινείται με τη βοήθεια συρμάτων ή σπάγγων, μαριονέτα
5. (νηματουργ.) μορφή συσκευασίας νήματος κατά την οποία το νήμα περιτυλίγεται σε τύμπανο μεγάλης, σχετικά, διαμέτρου
6. ο κώνος τού αραβοσίτου
7. παροιμ. «απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» — λέγεται για ανθρώπους που φαίνονται καλοί, αλλά κατά βάθος είναι κακοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuculla «κάλυμμα κεφαλής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κούκλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό ανθρώπινο ομοίωμα που χρησιμεύει για παιχνίδι των κοριτσιών. 2. πρόσωπο ή πράγμα ωραίο: Η γυναίκα του είναι κούκλα. 3. δέσμη τυλιγμένου νήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • кукла — кукольник, стар. знач.: фокусник ; укр. кукла, др. русск. кукла, Георг. Амарт. (Срезн. I, 1360). Через ср. греч., нов. греч. κοῦκλα (то же) из лат. cuculla; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 104; Бернекер 1, 640; Г. Майер, Ngr. Stud. 3, 33 и сл.; Брюкнер… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κουκλί — το υποκορ. του κούκλα μικρή κούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] …   Dictionary of Greek

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”